- Ελατικος
- Ἐλατικός3[Ἐλάτεια] элатийский Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ελατικός — ἐλατικός, ή, όν (Α) 1. κυνηγετικός 2. ο κατάλληλος για κωπηλασία … Dictionary of Greek
ἐλατικῶν — ἐλατικός of fem gen pl ἐλατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατικόν — ἐλατικός of masc acc sg ἐλατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατικαί — ἐλατικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατική — ἐλατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)